- δικάζεται
- δικάζωBis Acc.pres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερημοδικία — Η διεξαγωγή δίκης όπου ο ένας από τους διαδίκους απουσιάζει ή δεν είναι παρών με τον κατάλληλο προς την περίπτωση τρόπο. Η σημασία της ε. στο αστικό δίκαιο (αστική δίκη) είναι μεγάλη, ιδίως στην πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Ο όρος ε. συνδέεται με … Dictionary of Greek
δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες … Dictionary of Greek
διάδικος — ο (AM διάδικος) αυτός που δικάζεται είτε ως αντίδικος είτε ως ομόδικος 2. ο μάρτυρας 3. ο διαιτητής 4. ο τιμωρός διώκτης αρχ. το έτερο τών δικαζόμενων μερών … Dictionary of Greek
δικαιοδοσία — Η εξουσία του δικαστηρίου για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς.Εκούσια δ. ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία η δικαστική δ. κρίνει υποθέσεις χωρίς αντιδικία. * * * η (AM δικαιοδοσία) [δικαιοδότης] νεοελλ. 1. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα 2 … Dictionary of Greek
ερήμην — (AM ἐρήμην) [ερήμη] επίρρ. εν απουσία κάποιου, και μάλιστα σε δίκη, κατά την οποία κάποιος δικάζεται ενώ απουσιάζει νεοελλ. 1. εν αγνοία κάποιου («τήν αγαπά ερήμην» εν αγνοία της) 2. φρ. «δικάστηκα ερήμην» δικάστηκα χωρίς να παρουσιαστώ στη δίκη… … Dictionary of Greek
θεοδίκαστος — θεοδίκαστος, ον (Μ) αυτός που δικάζεται από τη θεϊκή κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δίκαστος (< δικάζω), πρβλ. α δίκαστος, ακατα δίκαστος] … Dictionary of Greek
λαόδικος — λαόδικος, ον (Α) αυτός που δικάζεται από τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + δικος (< δίκη), πρβλ. αυτό δικος, φυγό δικος] … Dictionary of Greek
παλίνδικος — παλίνδικος, ον (Α) 1. αυτός που δικάζεται πάλι 2. αυτός που ενεργεί παρά τον νόμο, παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δικος (< δίκη)] … Dictionary of Greek
πρωτοβάθμιος — α, ο, Ν 1. ο πρώτος ως προς τον βαθμό ή τη σειρά ή ο πρώτος στην τάξη μιας ιεραρχίας (α. «πρωτοβάθμια εκπαίδευση» η δημοτική εκπαίδευση β. «πρωτοβάθμια οργάνωση» οργάνωση, συνήθως συνδικαλιστική, που μαζί με άλλες όμοιές της συμμετέχουν σε… … Dictionary of Greek
υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… … Dictionary of Greek